υψου

υψου
    ὑψοῦ
    adv.
    1) наверху, вверху Hom.
    2) в высоту, вверх Pind., Her., Eur.
    

ὑ. ἐξᾶραί τι Her. — превознести что-л.;

    ὑ. αἴρειν θυμὸν λύπαισι Soph. — принимать близко к сердцу тревоги


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υψου" в других словарях:

  • υψού — Α επίρρ. 1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. τηλ οῦ] …   Dictionary of Greek

  • ὑψοῦ — ὑ̱ψοῦ , ὑψόω lift high imperf ind mp 2nd sg ὑψόω lift high pres imperat mp 2nd sg ὑψόω lift high imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ὑψοῦ high indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕψου — Ὕψος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψου — ὕ̱ψου , ὑψόω lift high imperf ind act 3rd sg ὑψόω lift high pres imperat act 2nd sg ὑψόω lift high imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • выспрь — (30) нар. 1. Вверх, ввысь: анг҃лы ст҃ии грозьно трѩсѹтьсѩ възносѩще д҃ховьнѹю жьртвѹ выспрь на нб҃са. СбТр XII/XIII, 29 об.; видѣхъ голубь выспрь летѩщь на высотѹ нб(с)нѹю. ПрЛ XIII, 133г; бл҃гъ мѹжь и превелии, прч(с)тъ и выспрь высокъ паче… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CONCHA — I. CONCHA Graece Κόγχη, apud medii aevi Scriptores, culmen dicitur, quô tegebatur Sanctuarium vel Adytum Templi, quod instar Conchae structum esset, nomen adeptum: Habebat enim dimidiati liaemisphaerii figuram, vel quartae partis sphaerae. Paulus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) …   Dictionary of Greek

  • ορσιπέτης — ὀρσιπέτης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψοῡ πετόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. αερο πέτης] …   Dictionary of Greek

  • υψοτάτω — Α επίρρ. (υπερθ. βαθμός τού ὑψοῡ) υψηλότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κατάλ. τών επιρρ. υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. τηλ ο τάτω, μακρ ο τάτω)] …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»