υψού — Α επίρρ. 1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. τηλ οῦ] … Dictionary of Greek
ὑψοῦ — ὑ̱ψοῦ , ὑψόω lift high imperf ind mp 2nd sg ὑψόω lift high pres imperat mp 2nd sg ὑψόω lift high imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ὑψοῦ high indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕψου — Ὕψος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψου — ὕ̱ψου , ὑψόω lift high imperf ind act 3rd sg ὑψόω lift high pres imperat act 2nd sg ὑψόω lift high imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
выспрь — (30) нар. 1. Вверх, ввысь: анг҃лы ст҃ии грозьно трѩсѹтьсѩ възносѩще д҃ховьнѹю жьртвѹ выспрь на нб҃са. СбТр XII/XIII, 29 об.; видѣхъ голубь выспрь летѩщь на высотѹ нб(с)нѹю. ПрЛ XIII, 133г; бл҃гъ мѹжь и превелии, прч(с)тъ и выспрь высокъ паче… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CONCHA — I. CONCHA Graece Κόγχη, apud medii aevi Scriptores, culmen dicitur, quô tegebatur Sanctuarium vel Adytum Templi, quod instar Conchae structum esset, nomen adeptum: Habebat enim dimidiati liaemisphaerii figuram, vel quartae partis sphaerae. Paulus … Hofmann J. Lexicon universale
ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) … Dictionary of Greek
ορσιπέτης — ὀρσιπέτης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψοῡ πετόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. αερο πέτης] … Dictionary of Greek
υψοτάτω — Α επίρρ. (υπερθ. βαθμός τού ὑψοῡ) υψηλότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κατάλ. τών επιρρ. υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. τηλ ο τάτω, μακρ ο τάτω)] … Dictionary of Greek
ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek